- ψέλ(λ)ιον
- το браслет
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χειροψέλλιον — τὸ, ΜΑ μσν. σιδερένιο στρατιωτικό γάντι αρχ. βραχιόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + ψέλ(λ)ιον «σιδερένιο βραχιόλι»] … Dictionary of Greek